οροφυλακή

οροφυλακή
η
στρατ. σώμα ελαφρού πεζικού το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για τη φρούρηση τών ελληνικών συνόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (Ι) + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • Αλεξοχρήστου, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Ξηροχώρι Ευβοίας. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες, πρώτα ως απλός αγωνιστής και αργότερα ως εικοσιπένταρχος στη χιλιαρχία του Δ. Τσάμη Καρατάσσου. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στο σώμα της Oρoφυλακής και στη Φάλαγγα. (Η… …   Dictionary of Greek

  • Αντιπάτης, Ηλίας — Αγωνιστής του 1821 από την Παρνασσίδα. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες κοντά στους οπλαρχηγούς Πανουργιά, Ιωάννη Γκούρα και Αρχοντόπουλο (Ιωάννη Νοταρά), με τον οποίο και συμμετείχε στην πολιορκία της Αθήνας. Μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”